- νεόπηκτος
- ος , ον недавно созданный, сделанный;
νεόπηκτος τυρός — молодой сыр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόπηκτος τυρός — молодой сыр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόπηκτος — lately built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… … Dictionary of Greek
νεόπηκτον — νεόπηκτος lately built masc/fem acc sg νεόπηκτος lately built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπήκτου — νεόπηκτος lately built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπήκτους — νεόπηκτος lately built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπήκτων — νεόπηκτος lately built masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπηκτα — νεόπηκτος lately built neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CASEUS — lac pressum, Virgilio, Ecl. 1. v. 82. et pressi copia lactis: Illud enim emulctum in caseum cogitur, quod Graeci πήττεςθαι, Latini etiam figi dixerunt: Gallis Formacia seu Formagia, quoniam in forma inferciuntur et struuntur. Sic parietes… … Hofmann J. Lexicon universale
FISCELLA — exilis fiscina, e iunco contexta, apud Tibull. l. 2. Eleg. 3. v. 15. Tunc fiscella levi detexta est vimine iunci, Raraqueve per nexus est via facta sero. Item palmarum foliis; freqvenes olim Monachorum labor, vide infra ubi de illis: Graec.… … Hofmann J. Lexicon universale
FORMELLAE Casei — apud Vulgatum Interpretem 1. Sam. c. 17. v. 18. sunt casei ex formellis seu fiscellis, expressi; minus proprie: nam formellae seu τάλαροι seu fiscellae, ex quibus caseus exprimitur, aliud sunt ab ipso caseo. Hinc barbaris saeculis, formatica et… … Hofmann J. Lexicon universale
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek